- πανήρης
- πᾰν-ήρης, ες,A agreeable to all, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανήρης — ῆρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «πανήρεα πᾱσιν ἀρέσκοντα», ευχάριστος, αρεστός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήρης (< ἀραρίσκω «ταιριάζω»), πρβλ. θυμ ήρης / θυμαρής] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek